- κατοπτρικός
- κατοπτρικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
κατοπτρικά — κατοπτρικός of neut nom/voc/acc pl κατοπτρικά̱ , κατοπτρικός of fem nom/voc/acc dual κατοπτρικά̱ , κατοπτρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικῶν — κατοπτρικός of fem gen pl κατοπτρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικόν — κατοπτρικός of masc acc sg κατοπτρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικαῖς — κατοπτρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικοῖς — κατοπτρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικούς — κατοπτρικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικῆς — κατοπτρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρική — κατοπτρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικήν — κατοπτρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)